Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικοήθης
γυναικοθοίνας
γυναικόθυμος
γυναικοϊέραξ
γυναικόκλωψ
γυναικοκρασία
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκράτητος
γυναικοκρατία
γυναικοκτόνος
γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομέω
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπίπης
View word page
γυναικομανέω
to be mad for women

ShortDef

to be mad for women

Debugging

Headword:
γυναικομανέω
Headword (normalized):
γυναικομανέω
Headword (normalized/stripped):
γυναικομανεω
IDX:
19605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19606
Key:

Data

{'content': 'to be mad for women'}