Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικοδίδακτος
γυναικοήθης
γυναικοθοίνας
γυναικόθυμος
γυναικοϊέραξ
γυναικόκλωψ
γυναικοκρασία
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκράτητος
γυναικοκρατία
γυναικοκτόνος
γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομέω
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπαθέω
View word page
γυναικοκτόνος
murdering women

ShortDef

murdering women

Debugging

Headword:
γυναικοκτόνος
Headword (normalized):
γυναικοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
γυναικοκτονος
IDX:
19604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19605
Key:

Data

{'content': 'murdering women'}