Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικισμός
γυναικιστί
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοδίδακτος
γυναικοήθης
γυναικοθοίνας
γυναικόθυμος
γυναικοϊέραξ
γυναικόκλωψ
γυναικοκρασία
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκράτητος
γυναικοκρατία
γυναικοκτόνος
γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
View word page
γυναικοκρασία
a woman's nature

ShortDef

a woman's nature

Debugging

Headword:
γυναικοκρασία
Headword (normalized):
γυναικοκρασία
Headword (normalized/stripped):
γυναικοκρασια
IDX:
19600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19601
Key:

Data

{'content': "a woman's nature"}