Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικίσκιον
γυναικισμός
γυναικιστί
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοδίδακτος
γυναικοήθης
γυναικοθοίνας
γυναικόθυμος
γυναικοϊέραξ
γυναικόκλωψ
γυναικοκρασία
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκράτητος
γυναικοκρατία
γυναικοκτόνος
γυναικομανέω
γυναικομανής
γυναικομανία
γυναικόμασθος
γυναικόμιμος
View word page
γυναικόκλωψ
stealer of women

ShortDef

stealer of women

Debugging

Headword:
γυναικόκλωψ
Headword (normalized):
γυναικόκλωψ
Headword (normalized/stripped):
γυναικοκλωψ
IDX:
19599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19600
Key:

Data

{'content': 'stealer of women'}