Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικίας
γυναικίζω
γυναικικός
γυναίκισις
γυναικίσκιον
γυναικισμός
γυναικιστί
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοδίδακτος
γυναικοήθης
γυναικοθοίνας
γυναικόθυμος
γυναικοϊέραξ
γυναικόκλωψ
γυναικοκρασία
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκράτητος
γυναικοκρατία
γυναικοκτόνος
γυναικομανέω
View word page
γυναικοήθης
of womanish disposition

ShortDef

of womanish disposition

Debugging

Headword:
γυναικοήθης
Headword (normalized):
γυναικοήθης
Headword (normalized/stripped):
γυναικοηθης
IDX:
19595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19596
Key:

Data

{'content': 'of womanish disposition'}