Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικεραστέω
γυναικίας
γυναικίζω
γυναικικός
γυναίκισις
γυναικίσκιον
γυναικισμός
γυναικιστί
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοδίδακτος
γυναικοήθης
γυναικοθοίνας
γυναικόθυμος
γυναικοϊέραξ
γυναικόκλωψ
γυναικοκρασία
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκράτητος
γυναικοκρατία
γυναικοκτόνος
View word page
γυναικοδίδακτος
taught by a woman

ShortDef

taught by a woman

Debugging

Headword:
γυναικοδίδακτος
Headword (normalized):
γυναικοδίδακτος
Headword (normalized/stripped):
γυναικοδιδακτος
IDX:
19594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19595
Key:

Data

{'content': 'taught by a woman'}