Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυναικάνηρ
γυναικεῖος
γυναικεραστέω
γυναικίας
γυναικίζω
γυναικικός
γυναίκισις
γυναικίσκιον
γυναικισμός
γυναικιστί
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοδίδακτος
γυναικοήθης
γυναικοθοίνας
γυναικόθυμος
γυναικοϊέραξ
γυναικόκλωψ
γυναικοκρασία
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκράτητος
View word page
γυναικόβουλος
devised by a woman

ShortDef

devised by a woman

Debugging

Headword:
γυναικόβουλος
Headword (normalized):
γυναικόβουλος
Headword (normalized/stripped):
γυναικοβουλος
IDX:
19592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19593
Key:

Data

{'content': 'devised by a woman'}