Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυναικάδελφος
γυναικάνηρ
γυναικεῖος
γυναικεραστέω
γυναικίας
γυναικίζω
γυναικικός
γυναίκισις
γυναικίσκιον
γυναικισμός
γυναικιστί
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοδίδακτος
γυναικοήθης
γυναικοθοίνας
γυναικόθυμος
γυναικοϊέραξ
γυναικόκλωψ
γυναικοκρασία
γυναικοκρατέομαι
View word page
γυναικιστί
like a woman
ShortDef
like a woman
Debugging
Headword:
γυναικιστί
Headword (normalized):
γυναικιστί
Headword (normalized/stripped):
γυναικιστι
IDX:
19591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19592
Key:
Data
{'content': 'like a woman'}