Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυναικάδελφος
γυναικάνηρ
γυναικεῖος
γυναικεραστέω
γυναικίας
γυναικίζω
γυναικικός
γυναίκισις
γυναικίσκιον
γυναικισμός
γυναικιστί
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοδίδακτος
γυναικοήθης
γυναικοθοίνας
γυναικόθυμος
γυναικοϊέραξ
View word page
γυναίκισις
womanish behaviour

ShortDef

womanish behaviour

Debugging

Headword:
γυναίκισις
Headword (normalized):
γυναίκισις
Headword (normalized/stripped):
γυναικισις
IDX:
19588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19589
Key:

Data

{'content': 'womanish behaviour'}