Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυμνόχρους
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυναικάδελφος
γυναικάνηρ
γυναικεῖος
γυναικεραστέω
γυναικίας
γυναικίζω
γυναικικός
γυναίκισις
γυναικίσκιον
γυναικισμός
γυναικιστί
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοδίδακτος
γυναικοήθης
γυναικοθοίνας
γυναικόθυμος
View word page
γυναικικός
womanish
ShortDef
womanish
Debugging
Headword:
γυναικικός
Headword (normalized):
γυναικικός
Headword (normalized/stripped):
γυναικικος
IDX:
19587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19588
Key:
Data
{'content': 'womanish'}