Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυμνοφανής
γυμνόχρους
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυναικάδελφος
γυναικάνηρ
γυναικεῖος
γυναικεραστέω
γυναικίας
γυναικίζω
γυναικικός
γυναίκισις
γυναικίσκιον
γυναικισμός
γυναικιστί
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοδίδακτος
γυναικοήθης
γυναικοθοίνας
View word page
γυναικίζω
to be womanish, play the woman

ShortDef

to be womanish, play the woman

Debugging

Headword:
γυναικίζω
Headword (normalized):
γυναικίζω
Headword (normalized/stripped):
γυναικιζω
IDX:
19586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19587
Key:

Data

{'content': 'to be womanish, play the woman'}