Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυμνότης
γυμνοφανής
γυμνόχρους
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυναικάδελφος
γυναικάνηρ
γυναικεῖος
γυναικεραστέω
γυναικίας
γυναικίζω
γυναικικός
γυναίκισις
γυναικίσκιον
γυναικισμός
γυναικιστί
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοδίδακτος
γυναικοήθης
View word page
γυναικίας
a weakling

ShortDef

a weakling

Debugging

Headword:
γυναικίας
Headword (normalized):
γυναικίας
Headword (normalized/stripped):
γυναικιας
IDX:
19585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19586
Key:

Data

{'content': 'a weakling'}