Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυμνοσοφισταί
γυμνοσπέρματος
γυμνότης
γυμνοφανής
γυμνόχρους
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυναικάδελφος
γυναικάνηρ
γυναικεῖος
γυναικεραστέω
γυναικίας
γυναικίζω
γυναικικός
γυναίκισις
γυναικίσκιον
γυναικισμός
γυναικιστί
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
View word page
γυναικεῖος
of or belonging to women

ShortDef

of or belonging to women

Debugging

Headword:
γυναικεῖος
Headword (normalized):
γυναικεῖος
Headword (normalized/stripped):
γυναικειος
IDX:
19583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19584
Key:

Data

{'content': 'of or belonging to women'}