Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυμνοσάνδαλος
γυμνοσοφισταί
γυμνοσπέρματος
γυμνότης
γυμνοφανής
γυμνόχρους
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυναικάδελφος
γυναικάνηρ
γυναικεῖος
γυναικεραστέω
γυναικίας
γυναικίζω
γυναικικός
γυναίκισις
γυναικίσκιον
γυναικισμός
γυναικιστί
γυναικόβουλος
View word page
γυναικάνηρ
woman-man
ShortDef
woman-man
Debugging
Headword:
γυναικάνηρ
Headword (normalized):
γυναικάνηρ
Headword (normalized/stripped):
γυναικανηρ
IDX:
19582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19583
Key:
Data
{'content': 'woman-man'}