Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυμνός
γυμνοσάνδαλος
γυμνοσοφισταί
γυμνοσπέρματος
γυμνότης
γυμνοφανής
γυμνόχρους
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυναικάδελφος
γυναικάνηρ
γυναικεῖος
γυναικεραστέω
γυναικίας
γυναικίζω
γυναικικός
γυναίκισις
γυναικίσκιον
γυναικισμός
γυναικιστί
View word page
γυναικάδελφος
wife's brother

ShortDef

wife's brother

Debugging

Headword:
γυναικάδελφος
Headword (normalized):
γυναικάδελφος
Headword (normalized/stripped):
γυναικαδελφος
IDX:
19581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19582
Key:

Data

{'content': "wife's brother"}