Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυμνόπους
γυμνορρύπαρος
γυμνός
γυμνοσάνδαλος
γυμνοσοφισταί
γυμνοσπέρματος
γυμνότης
γυμνοφανής
γυμνόχρους
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυναικάδελφος
γυναικάνηρ
γυναικεῖος
γυναικεραστέω
γυναικίας
γυναικίζω
γυναικικός
γυναίκισις
γυναικίσκιον
View word page
γύμνωσις
a stripping
ShortDef
a stripping
Debugging
Headword:
γύμνωσις
Headword (normalized):
γύμνωσις
Headword (normalized/stripped):
γυμνωσις
IDX:
19579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19580
Key:
Data
{'content': 'a stripping'}