Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυμνοποδέω
γυμνοπόδιον
γυμνόπους
γυμνορρύπαρος
γυμνός
γυμνοσάνδαλος
γυμνοσοφισταί
γυμνοσπέρματος
γυμνότης
γυμνοφανής
γυμνόχρους
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυναικάδελφος
γυναικάνηρ
γυναικεῖος
γυναικεραστέω
γυναικίας
γυναικίζω
γυναικικός
View word page
γυμνόχρους
having the body naked

ShortDef

having the body naked

Debugging

Headword:
γυμνόχρους
Headword (normalized):
γυμνόχρους
Headword (normalized/stripped):
γυμνοχρους
IDX:
19577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19578
Key:

Data

{'content': 'having the body naked'}