Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυμνοδερκέομαι
γυμνόκαρπος
γυμνοκοχλίας
γυμνοπαιδίαι
γυμνοπαιδική
γυμνοπερίβολος
γυμνοποδέω
γυμνοπόδιον
γυμνόπους
γυμνορρύπαρος
γυμνός
γυμνοσάνδαλος
γυμνοσοφισταί
γυμνοσπέρματος
γυμνότης
γυμνοφανής
γυμνόχρους
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυναικάδελφος
View word page
γυμνός
naked, unclad
ShortDef
naked, unclad
Debugging
Headword:
γυμνός
Headword (normalized):
γυμνός
Headword (normalized/stripped):
γυμνος
IDX:
19571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19572
Key:
Data
{'content': 'naked, unclad'}