Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰδημονικός
αἰδημοσύνη
αἰδήμων
αἵδης
Ἀΐδης
ἀϊδής
ἀΐδιος
ἀϊδιότης
ἀϊδνός
αἰδοιϊκός
αἰδοιολείκτης
αἰδοῖον
αἰδοῖος
αἰδοιώδης
αἰδόφρων
ἀϊδρείη
ἄϊδρις
ἀιδροδίκας
ἀϊδροδίκης
ἀΐδρυτος
αἰδώς
View word page
αἰδοιολείκτης
cunnilingus
ShortDef
cunnilingus
Debugging
Headword:
αἰδοιολείκτης
Headword (normalized):
αἰδοιολείκτης
Headword (normalized/stripped):
αιδοιολεικτης
IDX:
1956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1957
Key:
Data
{'content': 'cunnilingus'}