Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυμνήτης
γυμνητικός
γυμνικός
γυμνιτεύω
γυμνοδερκέομαι
γυμνόκαρπος
γυμνοκοχλίας
γυμνοπαιδίαι
γυμνοπαιδική
γυμνοπερίβολος
γυμνοποδέω
γυμνοπόδιον
γυμνόπους
γυμνορρύπαρος
γυμνός
γυμνοσάνδαλος
γυμνοσοφισταί
γυμνοσπέρματος
γυμνότης
γυμνοφανής
γυμνόχρους
View word page
γυμνοποδέω
go barefoot

ShortDef

go barefoot

Debugging

Headword:
γυμνοποδέω
Headword (normalized):
γυμνοποδέω
Headword (normalized/stripped):
γυμνοποδεω
IDX:
19567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19568
Key:

Data

{'content': 'go barefoot'}