Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυμνηλός
γυμνής
γυμνήσιαι
γυμνητεία
γυμνητεύω
γυμνήτης
γυμνητικός
γυμνικός
γυμνιτεύω
γυμνοδερκέομαι
γυμνόκαρπος
γυμνοκοχλίας
γυμνοπαιδίαι
γυμνοπαιδική
γυμνοπερίβολος
γυμνοποδέω
γυμνοπόδιον
γυμνόπους
γυμνορρύπαρος
γυμνός
γυμνοσάνδαλος
View word page
γυμνόκαρπος
huskless

ShortDef

huskless

Debugging

Headword:
γυμνόκαρπος
Headword (normalized):
γυμνόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
γυμνοκαρπος
IDX:
19562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19563
Key:

Data

{'content': 'huskless'}