Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυμναστής
γυμναστικός
γυμνηλός
γυμνής
γυμνήσιαι
γυμνητεία
γυμνητεύω
γυμνήτης
γυμνητικός
γυμνικός
γυμνιτεύω
γυμνοδερκέομαι
γυμνόκαρπος
γυμνοκοχλίας
γυμνοπαιδίαι
γυμνοπαιδική
γυμνοπερίβολος
γυμνοποδέω
γυμνοπόδιον
γυμνόπους
γυμνορρύπαρος
View word page
γυμνιτεύω
to be naked (γυμνητεύω)

ShortDef

to be naked (γυμνητεύω)

Debugging

Headword:
γυμνιτεύω
Headword (normalized):
γυμνιτεύω
Headword (normalized/stripped):
γυμνιτευω
IDX:
19560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19561
Key:

Data

{'content': 'to be naked (γυμνητεύω)'}