Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀΐδηλος
αἰδημονικός
αἰδημοσύνη
αἰδήμων
αἵδης
Ἀΐδης
ἀϊδής
ἀΐδιος
ἀϊδιότης
ἀϊδνός
αἰδοιϊκός
αἰδοιολείκτης
αἰδοῖον
αἰδοῖος
αἰδοιώδης
αἰδόφρων
ἀϊδρείη
ἄϊδρις
ἀιδροδίκας
ἀϊδροδίκης
ἀΐδρυτος
View word page
αἰδοιϊκός
of or belonging to the αἰδοῖα
ShortDef
of or belonging to the αἰδοῖα
Debugging
Headword:
αἰδοιϊκός
Headword (normalized):
αἰδοιϊκός
Headword (normalized/stripped):
αιδοιικος
IDX:
1955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1956
Key:
Data
{'content': 'of or belonging to the αἰδοῖα'}