Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυμνασιώδης
γύμνασμα
γυμναστέον
γυμναστής
γυμναστικός
γυμνηλός
γυμνής
γυμνήσιαι
γυμνητεία
γυμνητεύω
γυμνήτης
γυμνητικός
γυμνικός
γυμνιτεύω
γυμνοδερκέομαι
γυμνόκαρπος
γυμνοκοχλίας
γυμνοπαιδίαι
γυμνοπαιδική
γυμνοπερίβολος
γυμνοποδέω
View word page
γυμνήτης
naked

ShortDef

naked

Debugging

Headword:
γυμνήτης
Headword (normalized):
γυμνήτης
Headword (normalized/stripped):
γυμνητης
IDX:
19557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19558
Key:

Data

{'content': 'naked'}