Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυμνασιαρχία
γυμνασιαρχικός
γυμνασίαρχος
γυμνάσιον
γύμνασις
γυμνασιώδης
γύμνασμα
γυμναστέον
γυμναστής
γυμναστικός
γυμνηλός
γυμνής
γυμνήσιαι
γυμνητεία
γυμνητεύω
γυμνήτης
γυμνητικός
γυμνικός
γυμνιτεύω
γυμνοδερκέομαι
γυμνόκαρπος
View word page
γυμνηλός
poor, needy
ShortDef
poor, needy
Debugging
Headword:
γυμνηλός
Headword (normalized):
γυμνηλός
Headword (normalized/stripped):
γυμνηλος
IDX:
19552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19553
Key:
Data
{'content': 'poor, needy'}