Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυμνασιάρχης
γυμνασιαρχία
γυμνασιαρχικός
γυμνασίαρχος
γυμνάσιον
γύμνασις
γυμνασιώδης
γύμνασμα
γυμναστέον
γυμναστής
γυμναστικός
γυμνηλός
γυμνής
γυμνήσιαι
γυμνητεία
γυμνητεύω
γυμνήτης
γυμνητικός
γυμνικός
γυμνιτεύω
γυμνοδερκέομαι
View word page
γυμναστικός
fond of athletic exercises, skilled in them
ShortDef
fond of athletic exercises, skilled in them
Debugging
Headword:
γυμναστικός
Headword (normalized):
γυμναστικός
Headword (normalized/stripped):
γυμναστικος
IDX:
19551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19552
Key:
Data
{'content': 'fond of athletic exercises, skilled in them'}