Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυμνασία
γυμνασιαρχέω
γυμνασιάρχης
γυμνασιαρχία
γυμνασιαρχικός
γυμνασίαρχος
γυμνάσιον
γύμνασις
γυμνασιώδης
γύμνασμα
γυμναστέον
γυμναστής
γυμναστικός
γυμνηλός
γυμνής
γυμνήσιαι
γυμνητεία
γυμνητεύω
γυμνήτης
γυμνητικός
γυμνικός
View word page
γυμναστέον
one must train
ShortDef
one must train
Debugging
Headword:
γυμναστέον
Headword (normalized):
γυμναστέον
Headword (normalized/stripped):
γυμναστεον
IDX:
19549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19550
Key:
Data
{'content': 'one must train'}