Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰδεστός
ἀΐδηλος
αἰδημονικός
αἰδημοσύνη
αἰδήμων
αἵδης
Ἀΐδης
ἀϊδής
ἀΐδιος
ἀϊδιότης
ἀϊδνός
αἰδοιϊκός
αἰδοιολείκτης
αἰδοῖον
αἰδοῖος
αἰδοιώδης
αἰδόφρων
ἀϊδρείη
ἄϊδρις
ἀιδροδίκας
ἀϊδροδίκης
View word page
ἀϊδνός
unseen, obscure

ShortDef

unseen, obscure

Debugging

Headword:
ἀϊδνός
Headword (normalized):
ἀϊδνός
Headword (normalized/stripped):
αιδνος
IDX:
1954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1955
Key:

Data

{'content': 'unseen, obscure'}