Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυμνάζω
γυμνάς
γυμνασία
γυμνασιαρχέω
γυμνασιάρχης
γυμνασιαρχία
γυμνασιαρχικός
γυμνασίαρχος
γυμνάσιον
γύμνασις
γυμνασιώδης
γύμνασμα
γυμναστέον
γυμναστής
γυμναστικός
γυμνηλός
γυμνής
γυμνήσιαι
γυμνητεία
γυμνητεύω
γυμνήτης
View word page
γυμνασιώδης
fit for a γυμνάσιον

ShortDef

fit for a γυμνάσιον

Debugging

Headword:
γυμνασιώδης
Headword (normalized):
γυμνασιώδης
Headword (normalized/stripped):
γυμνασιωδης
IDX:
19547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19548
Key:

Data

{'content': 'fit for a γυμνάσιον'}