Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυλλάς
γυλλός
γυμνάζω
γυμνάς
γυμνασία
γυμνασιαρχέω
γυμνασιάρχης
γυμνασιαρχία
γυμνασιαρχικός
γυμνασίαρχος
γυμνάσιον
γύμνασις
γυμνασιώδης
γύμνασμα
γυμναστέον
γυμναστής
γυμναστικός
γυμνηλός
γυμνής
γυμνήσιαι
γυμνητεία
View word page
γυμνάσιον
(gymnastic) school; (pl.) exercises
ShortDef
(gymnastic) school; (pl.) exercises
Debugging
Headword:
γυμνάσιον
Headword (normalized):
γυμνάσιον
Headword (normalized/stripped):
γυμνασιον
IDX:
19545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19546
Key:
Data
{'content': '(gymnastic) school; (pl.) exercises'}