Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυιόω
γυλιαύχην
γυλιός
Γύλιππος
γυλίσκος
γυλλάς
γυλλός
γυμνάζω
γυμνάς
γυμνασία
γυμνασιαρχέω
γυμνασιάρχης
γυμνασιαρχία
γυμνασιαρχικός
γυμνασίαρχος
γυμνάσιον
γύμνασις
γυμνασιώδης
γύμνασμα
γυμναστέον
γυμναστής
View word page
γυμνασιαρχέω
to be gymnasiarch

ShortDef

to be gymnasiarch

Debugging

Headword:
γυμνασιαρχέω
Headword (normalized):
γυμνασιαρχέω
Headword (normalized/stripped):
γυμνασιαρχεω
IDX:
19540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19541
Key:

Data

{'content': 'to be gymnasiarch'}