Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυιοῦχος
γυιόχαλκος
γυιόω
γυλιαύχην
γυλιός
Γύλιππος
γυλίσκος
γυλλάς
γυλλός
γυμνάζω
γυμνάς
γυμνασία
γυμνασιαρχέω
γυμνασιάρχης
γυμνασιαρχία
γυμνασιαρχικός
γυμνασίαρχος
γυμνάσιον
γύμνασις
γυμνασιώδης
γύμνασμα
View word page
γυμνάς
fem. of γυμνός
ShortDef
fem. of γυμνός
Debugging
Headword:
γυμνάς
Headword (normalized):
γυμνάς
Headword (normalized/stripped):
γυμνας
IDX:
19538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19539
Key:
Data
{'content': 'fem. of γυμνός'}