Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυιοτακής
γυιοῦχος
γυιόχαλκος
γυιόω
γυλιαύχην
γυλιός
Γύλιππος
γυλίσκος
γυλλάς
γυλλός
γυμνάζω
γυμνάς
γυμνασία
γυμνασιαρχέω
γυμνασιάρχης
γυμνασιαρχία
γυμνασιαρχικός
γυμνασίαρχος
γυμνάσιον
γύμνασις
γυμνασιώδης
View word page
γυμνάζω
to train naked, train in gymnastic exercise
ShortDef
to train naked, train in gymnastic exercise
Debugging
Headword:
γυμνάζω
Headword (normalized):
γυμνάζω
Headword (normalized/stripped):
γυμναζω
IDX:
19537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19538
Key:
Data
{'content': 'to train naked, train in gymnastic exercise'}