Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυιόκολλος
γυῖον
γυιοπαγής
γυιοπέδα
γυιοπέδη
γυιός
γυιοτακής
γυιοῦχος
γυιόχαλκος
γυιόω
γυλιαύχην
γυλιός
Γύλιππος
γυλίσκος
γυλλάς
γυλλός
γυμνάζω
γυμνάς
γυμνασία
γυμνασιαρχέω
γυμνασιάρχης
View word page
γυλιαύχην
long-necked, scraggy-necked

ShortDef

long-necked, scraggy-necked

Debugging

Headword:
γυλιαύχην
Headword (normalized):
γυλιαύχην
Headword (normalized/stripped):
γυλιαυχην
IDX:
19531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19532
Key:

Data

{'content': 'long-necked, scraggy-necked'}