Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυιοδόνητος
γυιόκολλος
γυῖον
γυιοπαγής
γυιοπέδα
γυιοπέδη
γυιός
γυιοτακής
γυιοῦχος
γυιόχαλκος
γυιόω
γυλιαύχην
γυλιός
Γύλιππος
γυλίσκος
γυλλάς
γυλλός
γυμνάζω
γυμνάς
γυμνασία
γυμνασιαρχέω
View word page
γυιόω
to lame

ShortDef

to lame

Debugging

Headword:
γυιόω
Headword (normalized):
γυιόω
Headword (normalized/stripped):
γυιοω
IDX:
19530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19531
Key:

Data

{'content': 'to lame'}