Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυιόδαμος
γυιοδόνητος
γυιόκολλος
γυῖον
γυιοπαγής
γυιοπέδα
γυιοπέδη
γυιός
γυιοτακής
γυιοῦχος
γυιόχαλκος
γυιόω
γυλιαύχην
γυλιός
Γύλιππος
γυλίσκος
γυλλάς
γυλλός
γυμνάζω
γυμνάς
γυμνασία
View word page
γυιόχαλκος
of brasen limb
ShortDef
of brasen limb
Debugging
Headword:
γυιόχαλκος
Headword (normalized):
γυιόχαλκος
Headword (normalized/stripped):
γυιοχαλκος
IDX:
19529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19530
Key:
Data
{'content': 'of brasen limb'}