Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰδεστέον
αἰδεστικός
αἰδεστός
ἀΐδηλος
αἰδημονικός
αἰδημοσύνη
αἰδήμων
αἵδης
Ἀΐδης
ἀϊδής
ἀΐδιος
ἀϊδιότης
ἀϊδνός
αἰδοιϊκός
αἰδοιολείκτης
αἰδοῖον
αἰδοῖος
αἰδοιώδης
αἰδόφρων
ἀϊδρείη
ἄϊδρις
View word page
ἀΐδιος
everlasting, eternal

ShortDef

everlasting, eternal

Debugging

Headword:
ἀΐδιος
Headword (normalized):
ἀΐδιος
Headword (normalized/stripped):
αιδιος
IDX:
1952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1953
Key:

Data

{'content': 'everlasting, eternal'}