Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυιοδάμας
γυιόδαμος
γυιοδόνητος
γυιόκολλος
γυῖον
γυιοπαγής
γυιοπέδα
γυιοπέδη
γυιός
γυιοτακής
γυιοῦχος
γυιόχαλκος
γυιόω
γυλιαύχην
γυλιός
Γύλιππος
γυλίσκος
γυλλάς
γυλλός
γυμνάζω
γυμνάς
View word page
γυιοῦχος
fettering the limbs

ShortDef

fettering the limbs

Debugging

Headword:
γυιοῦχος
Headword (normalized):
γυιοῦχος
Headword (normalized/stripped):
γυιουχος
IDX:
19528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19529
Key:

Data

{'content': 'fettering the limbs'}