Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυιοβόρος
γυιοδάμας
γυιόδαμος
γυιοδόνητος
γυιόκολλος
γυῖον
γυιοπαγής
γυιοπέδα
γυιοπέδη
γυιός
γυιοτακής
γυιοῦχος
γυιόχαλκος
γυιόω
γυλιαύχην
γυλιός
Γύλιππος
γυλίσκος
γυλλάς
γυλλός
γυμνάζω
View word page
γυιοτακής
wasting the limbs

ShortDef

wasting the limbs

Debugging

Headword:
γυιοτακής
Headword (normalized):
γυιοτακής
Headword (normalized/stripped):
γυιοτακης
IDX:
19527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19528
Key:

Data

{'content': 'wasting the limbs'}