Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυιοβαρής
γυιοβόρος
γυιοδάμας
γυιόδαμος
γυιοδόνητος
γυιόκολλος
γυῖον
γυιοπαγής
γυιοπέδα
γυιοπέδη
γυιός
γυιοτακής
γυιοῦχος
γυιόχαλκος
γυιόω
γυλιαύχην
γυλιός
Γύλιππος
γυλίσκος
γυλλάς
γυλλός
View word page
γυιός
lame
ShortDef
lame
Debugging
Headword:
γυιός
Headword (normalized):
γυιός
Headword (normalized/stripped):
γυιος
IDX:
19526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19527
Key:
Data
{'content': 'lame'}