Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γυΐζω
γυιοβαρής
γυιοβόρος
γυιοδάμας
γυιόδαμος
γυιοδόνητος
γυιόκολλος
γυῖον
γυιοπαγής
γυιοπέδα
γυιοπέδη
γυιός
γυιοτακής
γυιοῦχος
γυιόχαλκος
γυιόω
γυλιαύχην
γυλιός
Γύλιππος
γυλίσκος
γυλλάς
View word page
γυιοπέδη
a fetter
ShortDef
a fetter
Debugging
Headword:
γυιοπέδη
Headword (normalized):
γυιοπέδη
Headword (normalized/stripped):
γυιοπεδη
IDX:
19525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19526
Key:
Data
{'content': 'a fetter'}