Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυιαλκής
γυιαρκής
γυΐζω
γυιοβαρής
γυιοβόρος
γυιοδάμας
γυιόδαμος
γυιοδόνητος
γυιόκολλος
γυῖον
γυιοπαγής
γυιοπέδα
γυιοπέδη
γυιός
γυιοτακής
γυιοῦχος
γυιόχαλκος
γυιόω
γυλιαύχην
γυλιός
Γύλιππος
View word page
γυιοπαγής
stiffening the limbs

ShortDef

stiffening the limbs

Debugging

Headword:
γυιοπαγής
Headword (normalized):
γυιοπαγής
Headword (normalized/stripped):
γυιοπαγης
IDX:
19523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19524
Key:

Data

{'content': 'stiffening the limbs'}