Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γυιαλθής
γυιαλκής
γυιαρκής
γυΐζω
γυιοβαρής
γυιοβόρος
γυιοδάμας
γυιόδαμος
γυιοδόνητος
γυιόκολλος
γυῖον
γυιοπαγής
γυιοπέδα
γυιοπέδη
γυιός
γυιοτακής
γυιοῦχος
γυιόχαλκος
γυιόω
γυλιαύχην
γυλιός
View word page
γυῖον
a limb

ShortDef

a limb

Debugging

Headword:
γυῖον
Headword (normalized):
γυῖον
Headword (normalized/stripped):
γυιον
IDX:
19522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19523
Key:

Data

{'content': 'a limb'}