Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γύης
γύης2
Γυθεῖον
γυιαλθής
γυιαλκής
γυιαρκής
γυΐζω
γυιοβαρής
γυιοβόρος
γυιοδάμας
γυιόδαμος
γυιοδόνητος
γυιόκολλος
γυῖον
γυιοπαγής
γυιοπέδα
γυιοπέδη
γυιός
γυιοτακής
γυιοῦχος
γυιόχαλκος
View word page
γυιόδαμος
taming limbs, conquering

ShortDef

taming limbs, conquering

Debugging

Headword:
γυιόδαμος
Headword (normalized):
γυιόδαμος
Headword (normalized/stripped):
γυιοδαμος
IDX:
19519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19520
Key:

Data

{'content': 'taming limbs, conquering'}