Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἴδεσις
αἰδεστέον
αἰδεστικός
αἰδεστός
ἀΐδηλος
αἰδημονικός
αἰδημοσύνη
αἰδήμων
αἵδης
Ἀΐδης
ἀϊδής
ἀΐδιος
ἀϊδιότης
ἀϊδνός
αἰδοιϊκός
αἰδοιολείκτης
αἰδοῖον
αἰδοῖος
αἰδοιώδης
αἰδόφρων
ἀϊδρείη
View word page
ἀϊδής
unseen

ShortDef

unseen

Debugging

Headword:
ἀϊδής
Headword (normalized):
ἀϊδής
Headword (normalized/stripped):
αιδης
IDX:
1951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1952
Key:

Data

{'content': 'unseen'}