Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Γύγης
Γύης
γύης
γύης2
Γυθεῖον
γυιαλθής
γυιαλκής
γυιαρκής
γυΐζω
γυιοβαρής
γυιοβόρος
γυιοδάμας
γυιόδαμος
γυιοδόνητος
γυιόκολλος
γυῖον
γυιοπαγής
γυιοπέδα
γυιοπέδη
γυιός
γυιοτακής
View word page
γυιοβόρος
gnawing the limbs, eating
ShortDef
gnawing the limbs, eating
Debugging
Headword:
γυιοβόρος
Headword (normalized):
γυιοβόρος
Headword (normalized/stripped):
γυιοβορος
IDX:
19517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19518
Key:
Data
{'content': 'gnawing the limbs, eating'}