Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Γυγαίη
γύγης
Γύγης
Γύης
γύης
γύης2
Γυθεῖον
γυιαλθής
γυιαλκής
γυιαρκής
γυΐζω
γυιοβαρής
γυιοβόρος
γυιοδάμας
γυιόδαμος
γυιοδόνητος
γυιόκολλος
γυῖον
γυιοπαγής
γυιοπέδα
γυιοπέδη
View word page
γυΐζω
take in the hand

ShortDef

take in the hand

Debugging

Headword:
γυΐζω
Headword (normalized):
γυΐζω
Headword (normalized/stripped):
γυιζω
IDX:
19515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19516
Key:

Data

{'content': 'take in the hand'}