Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Γύαρα
Γυγάδας
Γυγαίη
γύγης
Γύγης
Γύης
γύης
γύης2
Γυθεῖον
γυιαλθής
γυιαλκής
γυιαρκής
γυΐζω
γυιοβαρής
γυιοβόρος
γυιοδάμας
γυιόδαμος
γυιοδόνητος
γυιόκολλος
γυῖον
γυιοπαγής
View word page
γυιαλκής
strong of limb
ShortDef
strong of limb
Debugging
Headword:
γυιαλκής
Headword (normalized):
γυιαλκής
Headword (normalized/stripped):
γυιαλκης
IDX:
19513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19514
Key:
Data
{'content': 'strong of limb'}