Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γύαλος
Γύαρα
Γυγάδας
Γυγαίη
γύγης
Γύγης
Γύης
γύης
γύης2
Γυθεῖον
γυιαλθής
γυιαλκής
γυιαρκής
γυΐζω
γυιοβαρής
γυιοβόρος
γυιοδάμας
γυιόδαμος
γυιοδόνητος
γυιόκολλος
γυῖον
View word page
γυιαλθής
nourishing the limbs

ShortDef

nourishing the limbs

Debugging

Headword:
γυιαλθής
Headword (normalized):
γυιαλθής
Headword (normalized/stripped):
γυιαλθης
IDX:
19512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19513
Key:

Data

{'content': 'nourishing the limbs'}