Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γρυπάετος
γρυπαλώπηξ
γρυπανίζω
γρυπάνιος
γρυπή
γρυπόομαι
γρυπός
γρυπότης
γρύπτω
γρύπωσις
γρυσμός
γρύτη
γρυτοπωλεῖον
γρυτοπώλης
γρύψ
γρωθύλοι
γρώνη
γρῶνος
γυάλας
γυαλοθώραξ
γύαλον
View word page
γρυσμός
a grunting
ShortDef
a grunting
Debugging
Headword:
γρυσμός
Headword (normalized):
γρυσμός
Headword (normalized/stripped):
γρυσμος
IDX:
19491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19492
Key:
Data
{'content': 'a grunting'}